σιταρήθρα

σιταρήθρα
και σταρήθρα, η, Ν
ο κορυδαλλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. καλαμ-ήθρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σιταρήθρα — η είδος πουλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • σταρήθρα — και σιταρήθρα, η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία μερικών κορυδαλλών τής οικογένειας αλαουδίδες, δύο είδη τών οποίων φωλιάζουν στην Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • χειμωνόπουλο — το, Ν άλλη κοινή ονομασία είδους κορυδαλλού, αλλ. σιταρήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειμώνας + πουλί] …   Dictionary of Greek

  • κορυδαλλός — Στρουθιόμορφο πτηνό της οικογένειας των κορυδαλλιδών. Η επιστημονική του ονομασία είναι Alauda arvensis. Το μήκος του σώματός του φτάνει έως περίπου 12 εκ., ενώ η ουρά του έχει μήκος 8 εκ. Το φτέρωμά του είναι γκρίζο καφέ στο επάνω μέρος του… …   Dictionary of Greek

  • sitar — SITÁR2, sitari, s.m. Meseriaş care face site; vânzător de site. – Sită + suf. ar. Trimis de RACAI, 07.12.2003. Sursa: DEX 98  SITÁR1, sitari, s.m. Pasăre călătoare de mărimea unui porumbel, cu ciocul lung, drept şi subţire şi cu pete cafenii,… …   Dicționar Român

  • σταρήθρα — η βλ. σιταρήθρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειμωνόπουλο — το το πουλί σιταρήθρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”